- φοβεράς
- φοβερά̱ς , φοβερόςfearfulfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοβερᾶς — φοβερός fearful fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβέρα — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοβερίζω, εκφοβισμός, απειλή («...και ήταν όλα σιωπηλά / γιατί τά σκίαζε η φοβέρα και τά πλάκωνε η σκλαβιά», Σολωμ.) 2. φρ. α) «για φοβέρα» για εκφοβισμό β) «φοβέρας πράμα» (στον Ερωτόκρ.) αντικείμενο που… … Dictionary of Greek